About us        Contact

Γλωσσική συνείδηση και Εθνική Ταυτότητα

Δημητρίου Μίχα ,Φιλολόγου καθηγητού-Δ/ντου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής

Το θέμα που θα προσπαθήσω να διαπραγματευθώ είναι: Γλωσσική συνείδησι και Εθνική Ταυτότητα” – πώς μέσα από την γλωσσική εμπειρία και γνώσι διαμορφώνεται και η Εθνική μας ταυτότητα.

Βέβαια το θέμα για μας τους Έλληνες είναι πολύ μεγάλο και αγγίζει ευαισθησίες Πατριωτισμού , περιούσιου Πολιτισμού που φώτισε όλο τον κόσμο, αλλά και διχαστικές κρίσεις, εκτιμήσεις για το Γλωσσικό Ζήτημα περί καθαρευούσης ή δημοτικής, ή για πιο σύγχρονα θέματα όπως για την λεξιπενία, τον λειτουργικό αναλφαβητισμό , τα Γκρίνγκλις κλπ.

Σήμερα επέλεξα να μην αναφερθώ καθόλου σ’ αυτά, επειδή έκρινα πως το παρουσιαζόμενο Θέμα : Γλώσσα και εθνική ταυτότητα θα ταίριαζε ως προυπόθεσι και εισαγωγή για να κατανοηθή καλύτερα κάποιο από αυτά.

Επίσης για το σημερινό μας θέμα – και λόγω χρόνου- θα αρκεσθώ μόνο στην διαδρομή της γλωσσικής εμπειρίας που οδηγεί στην Εθνική συνείδησι, χωρίς να θίξω προβληματισμούς γύρω από έθνος και κράτος και το αν η γλώσσα στην σημερινή νεωτερική εποχή θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό της εθνικότητας ενός λαού.

Αν ανοίξουμε ένα λεξικό θα βρούμε έναν ορισμό της γλώσσας που πιθανόν να είναι του τύπου:

Γλώσσα είναι το σύνολο των λέξεων που διέπονται από ορισμένους κανόνες και το οποίο μεταχειρίζονται όσοι άνθρωποι ανήκουν σε μια ομάδα ή σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ή στο ίδιο Έθνος.

Επίσης μπορούμε να βρούμε και έναν περισσότερο συστηματικό ορισμό της μορφής:  Γλώσσα είναι ο ουσιαστικότερος τρόπος επικοινωνίας των ατόμων μιας κοινωνίας που βασίζεται σε ένα σύστημα ηχητικών φθόγγων που εξυπηρετεί τον προφορικό λόγο και σε ένα άλλο αντίστοιχο αποκωδικοποιημένων γραπτών σημείων όπου πειθαρχώντας σε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, διαμορφώνεται ο λειτουργικός μηχανισμός για να πραγματώνεται η επικοινωνία μέσω γραπτού λόγου.

Οι περισσότεροι γλωσσολογικοί ορισμοί προβάλλουν την γλώσσα ως ένα όργανο επικοινωνίας, ως ένα εργαλείο όπου μέσα από φωνολογικά, μορφολογικά, συντακτικά ή σημασιολογικά επίπεδα εξυπηρετούν τις πρακτικές ανάγκες μιας κοινότητας μικρής ή διευρυμένης: την παρέα μας δηλαδή μέχρι και ολόκληρο το Έθνος θέση που πρέσβευε ο θετικισμός τον 19ο αιώνα.

Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω πως παρ’  ότι  ασχολούνται εξειδικευμένα και ξεχωριστά επιστημονικοί κλάδοι της γλωσσολογίας για αυτά τα επίπεδα, είναι όμως η μια πλευρά της γλώσσας. Η πλευρά αυτή – όσο σημαντική και χρήσιμη και αν είναι (που είναι),-  μοιάζει να ασχολείται με το σώμα , το εξωτερικό περίβλημα, τον τύπο και όχι με το ουσιαστικό περιεχόμενο που κρύβεται μέσα της, δηλαδή με την ψυχή της.

Συγκεκριμένα αν θεωρήσουμε ότι η μικρότερη αυτοτελής γλωσσική πληροφορία του λόγου μας (προφορικού και γραπτού) είναι η λέξι, τότε αυτή πέρα από την διαδοχή φθόγγων που την συνέθεσε και την παρήγαγε, και πέραν από το ότι αναγνωρίζεται από τα άτομα που την χρησιμοποιούν , ότι δηλώνει μια συγκεκριμένη σημασία, εκφράζει ως περιεχόμενο πολύ περισσότερα και ουσιαστικά πράγματα.

Αυτό πρώτος το διατύπωσε ο Πλάτων όπου θεωρούσε τη γλώσσα όργανο της κοινωνίας γιατί προσδιόριζε τους όρους συμβίωσι και συνύπαρξι “Ομοίων” ,  δρώντας  μέσα στην συλλογικότητα της πόλης με πνευματικό και ψυχικό δεσμό. Η γλώσσα δηλαδή γίνεται όργανο και της σκέψης και της εσωτερικής ζωής των ανθρώπων (μορφή = ιδέα).

Όταν για παράδειγμα λέμε άνθρωπος δεν εννοούμε απλώς την εικόνα του την μορφή του, τις αναλογίες του, ούτε αν θέλετε το φύλο του. Εμπλουτίζεται και με την εσωτερική του περιγραφή: με τον πνευματικό δηλ. και τον ψυχικό του κόσμο. και ο ένδον αυτός κόσμος προβάλλεται με άλλους γλωσσικούς σχηματισμούς  πχ λογιστικόν, θυμοειδές , επιθυμητικόν (λογική- συναίσθημα- βούλησι).

Ο Γ. Μπαμπινιώτης στο βιβλίο του « Γλωσσολογία και Λογοτεχνία» ανακεφαλαιώνονται ερευνητική εμπειρία ετών, γράφει πως κάθε λέξι πρέπει να θεωρηθή αυτόνομη, μοναδική και πλήρoυς  νοήματος.

Αυτό αποδεικνύεται διότι δεν υπάρχουν δύο λέξεις που να συγκεντρώνουν ταυτόχρονα: ομοηχία, ομογραφία και ομοσημία

Λέμε για πχ.  Πῆρα, πήρα, πεῖρα, πυρά: (αόριστος του παίρνω, το σακούλι, η εμπειρία, η φωτιά)

–            υπάρχει ομοηχία

–            δεν υπάρχει όμως ομογραφία

–            και φυσικά δεν έχουμε ομοσημία.

Επίσης η κάθε λέξη έχει δύο σκέλη: το γνωστικό και  το βιωματικό ή συγκινησιακό. Το πρώτο κρύβει την γνώσι, το νοηματικό περιεχόμενο και το δεύτερο τον ξεχωριστό ψυχικό κραδασμό, την συγκίνησι, αλλά και τον εσωτερικό ιδιότυπο τρόπο που εισπράττει το άτομο κάτι, λειτουργώντας την συνείδησι του , το συναίσθημά του ή την βούλησι  διαφορετικά από κάποιον άλλον. Για πχ. Η λέξι :

·         Στρατιώτης: ο υπηρετών την θεσμοθετημένη θητεία στον στρατό – αυτός που έχει ταχθή να υπηρετήσει την πατρίδα (γνωστικό επίπεδο-καθολικώς αποδεκτός όρος)

·         Ο ίδιος ο υπηρετών:  το θεωρεί ή πατριωτικό καθήκον, ή αγγαρεία που του κλέβει χρόνο για την επαγγελματική του καριέρα (βιωματικό επίπεδο)

·         Ο πατέρας:  βάσανο διαπλοκής επειδή πρέπει να πάρει γνωστούς να τον φέρουν στην γειτονιά  του

·         Η μάνα : την λεξι την εισπράττει ως άγχος, και αγωνία που δεν έχει μάθει ο «κανακάρης»  της – για παράδειγμα-  να τρώει μη σπιτικό φαγητό.

·         Η ερωμένη  με το σύνδρομο της απουσίας του ή της στέρησης του.

(αυτά δημιουργούν την λογοτεχνία και τον προσωπικό χαρακτήρα στις τέχνες)

Έτσι μπορούμε να πούμε πως η μοναδικότητα της κάθε λέξεως αποκαλύπτει και την μοναδικότητα του κάθε υποκειμένου, (ατόμου-προσώπου),  μάλιστα με μια αμφίδρομη και διαλεκτική σχέσι.

Η λέξη δηλαδή νοηματοδοτεί, ενσαρκώνει στο περιεχόμενό της, την γνώσι, την εμπειρία, το βίωμα, την προσπάθεια, τον σκοπό, το όραμα, το όνειρο, τον πόνο, την χαρά, την ευτυχία, την αγωνία, τον κανόνα συμπεριφοράς, το ήθος, την δραστηριότητα, την ατομική και συλλογική δράσι, την ευθύνη , τον νόμο , την ελευθερία, την πολιτική πράξι , την μορφή, την εικόνα του περιβάλλοντος, τον προβληματισμό, το ιερό ,το ωραίον , τον έρωτα, τον θάνατο, τη ζωή, την ιδέα, την αξία, την αρετή, την τάξι, την αρμονία. κλπ

Γι αυτό κάθε λέξι δεν είναι απλώς μια αλληλουχία φθόγγων, ένα σύμβολο, δεν  είναι απλώς τεχνικός όρος, αλλά μια οντότητα του κόσμου, της πραγματικότητας, είτε είναι συγκεκριμένη είτε αφηρημένη, είναι μια πνευματική κατάκτησι, μια εσωτερική νοητική σύλληψι του κόσμου από τον ανθρώπινο νου.

Δύο παραδείγματα:

Ελλην > Σελλός > Ελλην -(με δασεία)

ενθουσιασμός,(εν+θεός+ουσία)

Κάλλος= (κρύβει στο περιεχόμενο της : αρμονια συμμετρία, ρυθμός, η γνώσι και η βίωσι της ωραιότητας και ταυτόχρονα η επίγνωσι της φθοράς , του θανάτου )

Γι’ αυτό η Ελληνική γλώσσα συμφωνα με την αποψι αμετρήτων μελετητών της , είναι εκείνη που κρύβει : υψηπετή σοφία, αρμονία και μουσικότητα, σαφήνεια και ακριβολογία, πλαστικότητα και πολυσημία, υποχρεώνοντας τον Κικέρωνα να ψάλλει: η θαυμαστή αυτή γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα των θεών «Ει θεοί διαλέγονται την των Ελλήνων γλώττη χρώνται».

Αυτά αποδεικνύουν ότι ο ανθρώπινος νους που νοηματοδοτεί αυτά και τα σφραγίζει με τον αξιολογικό δικό του πλούτο, από την δική του υπόστασι, από την φυσιογνωμία του περιβάλλοντος χώρου, από την δημιουργικότητα του χρόνου και την δράσι του και  από την ενεργό “συμμετοχικότητα” με ρόλο και σκοπό στην κοινωνία που εγκαταβιοί ,  τότε και η γλωσσική έκφρασι γίνεται κοινός τόπος εμπνεύσεως, συγκινήσεως, γνώσεως, βιώματος, τρόπου και σκοπού ζωής, τότε γίνεται και η απολύτως  ιδιότυπος, μοναδική και ξεχωριστή  και η ψυχοσύνθεσι των μελών όλης της κοινότητος που διακρίνεται από κάθε άλλη..

Και τότε  φυσικά αυτή η γλωσσική συνείδησι και η νοηματική και ηθογραφική-πολιτιστική  ιδιοσυστασία διαμορφώνει την ταυτότητα της ομάδος που φθάνει μέχρι τον Εθνικό αυτοπροσδιορισμό και εκφράζει έτσι αυτό που ονομάζομαι  «Εθνική ταυτότητα».

Οι λέξεις πλέον , συμπυκνώνουν την διαχρονική πορεία ενός λαού, την Ιστορική του δηλαδή διαδρομή στον χρόνο, την θρησκεία του, τα ήθη και τα έθιμα του, την φιλοσοφία του, τον τρόπο διαβίωσεώς του, γενικότερα όλο του τον Πολιτισμό.

Ο Ηρόδοτος βάζει τους Αθηναίους να εξηγήσουν στους απεσταλμένους της Σπάρτης γιατί δεν θα πρόδιδαν ποτέ την Ελλάδα στους Πέρσες: γιατί έχουν κοινή κληρονομιά αίματος (το όμαιμον), κοινή γλώσσα (ομόγλωσσον) και κοινά ήθη και έθιμα και τρόπο ζωής (ομότροπον). Η φυλετική συγγένεια και καταγωγή, η θρησκευτική λατρεία, και η κοινή πολιτιστική αξία και συνείδησι της γλώσσας που ενσωματώνει στον λεκτικό της πλούτο όλα αυτά, διαμορφώνουν την συνείδησι της εθνικής ταυτότητος των Ελλήνων.

Το επαναλαμβάνουν έκτοτε πολλοί: ας αρκεσθούμε στους νεώτερους όπως είναι ο Κων/νος Παπαρηγόπουλος το 1853, ορίζοντας πως «Ελληνικόν Έθνος ονομάζονται όλοι οι άνθρωποι, όσοι ομιλούσι την Ελληνικήν γλώσσαν ως ιδίαν αυτών γλώσσαν» , θεωρώντας ως αποκλειστικό κριτήριο και ως «διαγνωστικόν σημείον της ιδιοπροσωπείας» όπως έλεγε ο Σπυρ. Ζαμπέλιος μόνο την γλώσσαν.

Βέβαια τότε ήταν μια αντίληψι που εξέφραζε ο λεγόμενος «Ρωμαντικός Εθνικισμός στην Ευρώπη» και ας μη ξεχνάμε πως όταν προέκυψε η αμφισβήτησι στις αρχές του 20ου αιώνα της Εθνικής μας υποστάσεως ως προς καθαρότητα της Φυλής μας:  Ο Γ. Χατζηδάκης προάσπισε το ομόγλωσσον, ο Κων/νος Παπαρηγόπουλος το όμαιμον με την ιστορική συνέχεια και ο Ν. Πολίτης το ομότροπον με την λαογραφία και καταγραφή δημοτικών τραγουδιών και ηθών και εθίμων.

Για όλα αυτά η Ελληνική Γλώσσα θεωρείται η ποιοτικότερη γλώσσα του κόσμου και δεν το λέμε από πατριωτικό ή Εθνικιστικό οίστρο.

Πρέπει να προβάλλονται τα γνωρίσματά της όπως είναι η οικουμενικότητα και η διαχρονικότητα της, που δυστυχώς τα αναλύουν και τα ερμηνεύουν περισσότερο οι ξένοι γι αυτό και σπουδάζεται σ’ όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου ενώ στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες διδάσκεται καλύτερα και μεθοδικότερα από μας,  στα Γυμνάσια και στα Λύκειά τους.

Η οικουμενικότητα της Ελληνικής – επισημαίνει ο Γ. Μπαμπινιώτης – οφείλεται στο υψηλό γόητρο που απέκτησε διεθνώς μέσα από τα κείμενα της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και του εν γένει στοχασμού της αρχαιότητος.

Οφείλεται επίσης στη λειτουργία της, επί Μ. Αλεξάνδρου, ως διεθνούς γλώσσας του πολιτισμού και του εμπορίου, στο κύρος της ως γλώσσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας στον Μεσαίωνα, στην αίγλητης ως γλώσσας του πνεύματος στην Αναγέννησι, στην καθιέρωσί της ως γλώσσας της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας και στην ισχύ που απέκτησε ως επίσημος γλώσσα της νέας Πίστεως , του χριστιανισμού, όπου μέσω της Εκκλησίας ομιλείται , ψάλλεται , βιώνεται μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας και την διαχρονικότητα αλλά και την μυστήρια λειτουργικότητά της στην συνοχή της κοινωνίας .

Με τον όρο ενιαίο χαρακτήρα της Ελληνικής γλώσσας εννοούμε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, μιλάει χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα και επίσης γράφει -με την ίδια γραφή (από τον 8ο π.Χ. αι.) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.Χ.)- την ίδια γλώσσα, την Ελληνική.

Από τότε λέμε : θάλασσα , άριστος, ημέρα, τέλος, ολετήρας και χιλιάδες άλλες.

ή μπορεί να μη λέμε : πίμπρημι > λέμε όμως εμπρησμός

αλίσκομαι > λέμε όμως αλωσι

αιρώ > λέμε : αίρεση ,αφαίρεσι, διαίρεσι, αιρετός

αίρω > λέμε : άρσι βαρών , έπαρσι σημαίας, μετέωρα, αορτή, αυθαίρετο άρτος ζωήςκλπ

Δεν υπάρχει ρήμα Ομηρικής ή κλασσικής περιόδου που να μην έχει παράγωγες λέξεις στην Νεοελληνική μας διάλεκτο.

Βέβαια υπάρχουν πάμπολλα που λειτουργούν αυτούσια κατά κυριολεξία και με τα παράγωγά τους π.χ. το συνηθέστατο έχω: ακούστε μερικά παράγωγα: έξι, σχέσι, σχολείον , εξής , μέθεξι, ευεξία, αλλά και κατοχή , συνοχή , εξοχή, εκδοχή , αποδοχή, υποδοχή, μέτοχος, υπέροχος, ηνίοχος, οχυρό, σχέδιο, σχήμα, εκεχειρία, εχέμυθος, εκτός, Έκτωρ, ανεκτός, ακάθεκτος, συνεχής, πολιούχος, νουνεχής, ραβδούχος, άσχετος. Για αναλογισθείτε υπάρχει κάποια από αυτές τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε σήμερα;

Η γλώσσα λοιπόν επιβιώνει ετυμολογικώς ως προς την δομή της : αυτούσια, ενιαία και αδιαίρετημέχρι και σήμερα καθώς και στην πρακτική λειτουργικότητά της σε αντίθεσι με την Λατινική για παράδειγμα. Επομένως είναι δυνατόν να μην αναφωνούμε την γλώσσα που ομιλούμε και γράφουμε από τον Όμηρο μέχρι σήμερα ως Εθνική και να μην της αναγνωρίζουμε ότι μας προσδιορίζει όλη την Ιστορική και Πολιτιστική μας διαδρομή;

Για να μη σας κουράζω αναφερόμενος σε πολλά , θα μου επιτρέψει η ανοχή σας και το εξής: Η Ελληνική γλώσσα αποτελεί την πρώιμη έκφρασι φιλοσοφικού και μεταφυσικού προβληματισμού του ανθρώπινου πολιτισμού και προηγμένων μορφών σκέψεως με τον συνακόλουθο  φυσικά βαθύ στοχασμό.

Αναφέρομαι εδώ μόνο στον Ελληνικό Μύθο, που θεωρείται ότι είναι η πλέον οργανωμένη αφηγηματική σκέψι που προσπαθεί να διεισδύσει στον μακρόκοσμο και μικρόκοσμο του πνεύματος και της ψυχής και να δώσει ερμηνεία με συμβολικό, αλληγορικό τρόπο, αλλά και σύλληψι-ερμηνεία  θεμάτων που δεν φθάνει η λογική : σε ό,τι αφορά την σχέσι του ανθρώπου με το Θείον , με την Φύσι και με την ίδια την  Ψυχή του. Για την οικονομία του χρόνου θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα που μάλλον είναι γνωστό σε όλους σας: Το Ομηρικό εφεύρημα – για την ερμηνευτική του διάστασι – του Κύκλωπα Πολύφημου. Θέλει να τονίσει ο Όμηρος την ενστικτώδη πρωτογονική βία του ανθρώπου που τον εκβαρβαρώνει γιατί δεν γνώρισε την καλλιέργεια από την πίστι στο Θεό  , δεν έχει τον εξευγενισμό  από την εμπειρία ηθικών αρχών και αξιών και κυρίως δεν έχει την συνείδησι της Αιδούς και της Δίκης , το ήθος των οποίων αποκτάς από την εμπειρία της Κοινωνίας. Ο Πολύφημος παρουσιάζεται: ως Α-θεος , Α- κοινώνητος, που τον διαμορφώνει σε Α-λογη οντότητα Α-πανθρωπη. Δεν ανήκει στην ανθρώπινη κοινωνία που απαιτεί σεβασμό  μεταξύ των μελών , αναγνώρισι γραπτού και ηθικού δικαίου ,τα οποία όλα μαζί καθορίζουν τα όρια της ελευθερίας των μελών μιας Κοινότητας.

Και επειδή κάνουμε λόγο για τον Όμηρο -τελειώνοντας – να σας αναφέρω και το εξής: Όταν ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη και απάλλαξε την σύζυγό του Πηνελόπη από τους ενοχλητικούς μνηστήρες στο “Παλάτι” τότε η Πηνελόπη μόλις αναγνώρισε τον σύζυγό της, έτρεξε προς αυτόν με ανοικτές τις αγκάλες της και του είπε «κύσον με» δηλ. «φίλησέ με». Ακριβώς όπως θα έλεγε κάποια σήμερα στην Αγγλική γλώσσα «Kiss me», : είναι μια από τις 42.000 Ελληνικές λέξεις που έχουν ενσωματωθή στην Αγγλική γλώσσα!

Όλος ο πνευματικός μας πλούτος είναι η γλώσσα μας γιατί έχει ενσωματώσει όλη την Ιστορία μας , όλη την Πίστι μας , όλη την Παράδοσί μας , όλη την κλασσική παιδεία , όλον τον Βυζαντινό Πολιτισμό και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας , όλο τον Λαϊκό πολιτισμό με τα έθιμά μας , του θρύλους, μύθους, τα παραμύθια μας, Γλώσσα εν τέλει είναι η Υπόστασί μας , η ύπαρξί μας , η αυτοσυνειδησία μας.

Συμπυκνώνω τα ανωτέρω με τις ρήσεις τριών μεγάλων λογοτεχνών μας:

Σολωμός: «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»

Ν. Καζαντζάκης: «Η γλώσσα είναι η πατρίδα μου»

(Οδ. Ελύτης:«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» «… το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε καμπύλη πρύμνης πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια»…..Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω».   («Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», Εν λευκώ 339-340).

Ευχαριστώ για την Υπομονή σας και την τιμή που μου κάνατε να με ακούσετε.

Καλή και Ευλογημένη Χρονιά, τόσο όσον αφορά τον καθένα σας προσωπικά , όσον και για την Πατρίδα μας .

Related Posts